ἀπείλει — ἀ̱πείλει , ἀπειλέω keep away imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀπειλέω keep away pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀπειλέω keep away imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀπειλέω 1 keep away aor subj act 3rd sg (epic) ἀπειλέω 1 keep … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek
επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… … Dictionary of Greek
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
ανταπειλή — η απειλή εναντίον αυτού που με απειλεί … Dictionary of Greek
ανταπειλώ — (Α ἀνταπειλῶ, έω) ανταποδίδω την απειλή, απειλώ κι εγώ αυτόν που με απειλεί … Dictionary of Greek
αντεπισείω — επισείω κι εγώ (συνήθως μια απειλή), προσπαθώ να απειλήσω κάποιον που με απειλεί … Dictionary of Greek
απειλητήριος — ἀπειλητήριος, α, ον (Α) αυτός που απειλεί, απειλητικός … Dictionary of Greek
απειλητικός — ή, ό (AM ἀπειλητικός, ή, όν) αυτός που απειλεί, ο εκφοβιστικός … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek